Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἄνδρος
ἀνδρόσαιμον
ἀνδρόσακες
ἀνδρόσινις
ἀνδρόστροφος
ἀνδροσφαγεῖον
ἀνδρόσφιγξ
ἄνδροσφιγξ
ἀνδροσώτειρα
ἀνδροτής
ἀνδρότης
Ἀνδροτίων
ἀνδροτομέω
ἀνδροτυχής
ἀνδροφαγέω
ἀνδροφάγος
ἀνδροφθόρος
ἀνδρόφθορος
ἀνδροφονέω
ἀνδροφονία
ἀνδροφόνος
View word page
ἀνδρότης
manliness, manhood, courage
ShortDef
manliness, manhood, courage
Debugging
Headword:
ἀνδρότης
Headword (normalized):
ἀνδρότης
Headword (normalized/stripped):
ανδροτης
IDX:
6959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6960
Key:
Data
{'content': 'manliness, manhood, courage'}