Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιωθέω
περιωμιάζω
περιώνυμος
περιωπέω
περιωπή
περίωπος
περιωρεσία
περιώσιος
περίωσις
περιωτειλόομαι
περκάζω
πέρκη
περκνόπτερος
περκνός
πέρκος
πέρκωμα
πέρνα
πέρναμι
περνάω
πέρνημι
περονάω
View word page
περκάζω
become dark, turn dark

ShortDef

become dark, turn dark

Debugging

Headword:
περκάζω
Headword (normalized):
περκάζω
Headword (normalized/stripped):
περκαζω
IDX:
69598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69599
Key:

Data

{'content': 'become dark, turn dark'}