Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιώδυνος
περιωθέω
περιωμιάζω
περιώνυμος
περιωπέω
περιωπή
περίωπος
περιωρεσία
περιώσιος
περίωσις
περιωτειλόομαι
περκάζω
πέρκη
περκνόπτερος
περκνός
πέρκος
πέρκωμα
πέρνα
πέρναμι
περνάω
πέρνημι
View word page
περιωτειλόομαι
to be cicatrized all round
ShortDef
to be cicatrized all round
Debugging
Headword:
περιωτειλόομαι
Headword (normalized):
περιωτειλόομαι
Headword (normalized/stripped):
περιωτειλοομαι
IDX:
69597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69598
Key:
Data
{'content': 'to be cicatrized all round'}