Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιωδυνάω
περιωδυνία
περιώδυνος
περιωθέω
περιωμιάζω
περιώνυμος
περιωπέω
περιωπή
περίωπος
περιωρεσία
περιώσιος
περίωσις
περιωτειλόομαι
περκάζω
πέρκη
περκνόπτερος
περκνός
πέρκος
πέρκωμα
πέρνα
πέρναμι
View word page
περιώσιος
immense, countless

ShortDef

immense, countless

Debugging

Headword:
περιώσιος
Headword (normalized):
περιώσιος
Headword (normalized/stripped):
περιωσιος
IDX:
69595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69596
Key:

Data

{'content': 'immense, countless'}