Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιωδευμένως
περιῳδέω
περιῳδικά
περιωδυνάω
περιωδυνία
περιώδυνος
περιωθέω
περιωμιάζω
περιώνυμος
περιωπέω
περιωπή
περίωπος
περιωρεσία
περιώσιος
περίωσις
περιωτειλόομαι
περκάζω
πέρκη
περκνόπτερος
περκνός
πέρκος
View word page
περιωπή
a place commanding a wide view
ShortDef
a place commanding a wide view
Debugging
Headword:
περιωπή
Headword (normalized):
περιωπή
Headword (normalized/stripped):
περιωπη
IDX:
69592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69593
Key:
Data
{'content': 'a place commanding a wide view'}