Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίψυχρος
περιψύχω
περιωδευμένως
περιῳδέω
περιῳδικά
περιωδυνάω
περιωδυνία
περιώδυνος
περιωθέω
περιωμιάζω
περιώνυμος
περιωπέω
περιωπή
περίωπος
περιωρεσία
περιώσιος
περίωσις
περιωτειλόομαι
περκάζω
πέρκη
περκνόπτερος
View word page
περιώνυμος
far-famed

ShortDef

far-famed

Debugging

Headword:
περιώνυμος
Headword (normalized):
περιώνυμος
Headword (normalized/stripped):
περιωνυμος
IDX:
69590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69591
Key:

Data

{'content': 'far-famed'}