Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίψυξις
περίψυχρος
περιψύχω
περιωδευμένως
περιῳδέω
περιῳδικά
περιωδυνάω
περιωδυνία
περιώδυνος
περιωθέω
περιωμιάζω
περιώνυμος
περιωπέω
περιωπή
περίωπος
περιωρεσία
περιώσιος
περίωσις
περιωτειλόομαι
περκάζω
πέρκη
View word page
περιωμιάζω
surround with an espalier

ShortDef

surround with an espalier

Debugging

Headword:
περιωμιάζω
Headword (normalized):
περιωμιάζω
Headword (normalized/stripped):
περιωμιαζω
IDX:
69589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69590
Key:

Data

{'content': 'surround with an espalier'}