Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περίψυκτος
περίψυξις
περίψυχρος
περιψύχω
περιωδευμένως
περιῳδέω
περιῳδικά
περιωδυνάω
περιωδυνία
περιώδυνος
περιωθέω
περιωμιάζω
περιώνυμος
περιωπέω
περιωπή
περίωπος
περιωρεσία
περιώσιος
περίωσις
περιωτειλόομαι
περκάζω
View word page
περιωθέω
to push
ShortDef
to push
Debugging
Headword:
περιωθέω
Headword (normalized):
περιωθέω
Headword (normalized/stripped):
περιωθεω
IDX:
69588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69589
Key:
Data
{'content': 'to push'}