Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιψυγμός
περίψυκτος
περίψυξις
περίψυχρος
περιψύχω
περιωδευμένως
περιῳδέω
περιῳδικά
περιωδυνάω
περιωδυνία
περιώδυνος
περιωθέω
περιωμιάζω
περιώνυμος
περιωπέω
περιωπή
περίωπος
περιωρεσία
περιώσιος
περίωσις
περιωτειλόομαι
View word page
περιώδυνος
exceeding painful

ShortDef

exceeding painful

Debugging

Headword:
περιώδυνος
Headword (normalized):
περιώδυνος
Headword (normalized/stripped):
περιωδυνος
IDX:
69587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69588
Key:

Data

{'content': 'exceeding painful'}