Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιψοφέω
περιψόφησις
περιψυγμός
περίψυκτος
περίψυξις
περίψυχρος
περιψύχω
περιωδευμένως
περιῳδέω
περιῳδικά
περιωδυνάω
περιωδυνία
περιώδυνος
περιωθέω
περιωμιάζω
περιώνυμος
περιωπέω
περιωπή
περίωπος
περιωρεσία
περιώσιος
View word page
περιωδυνάω
suffer great pain

ShortDef

suffer great pain

Debugging

Headword:
περιωδυνάω
Headword (normalized):
περιωδυνάω
Headword (normalized/stripped):
περιωδυναω
IDX:
69585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69586
Key:

Data

{'content': 'suffer great pain'}