Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίψηφος
περιψιθυρίζω
περιψιλόομαι
περιψοφέω
περιψόφησις
περιψυγμός
περίψυκτος
περίψυξις
περίψυχρος
περιψύχω
περιωδευμένως
περιῳδέω
περιῳδικά
περιωδυνάω
περιωδυνία
περιώδυνος
περιωθέω
περιωμιάζω
περιώνυμος
περιωπέω
περιωπή
View word page
περιωδευμένως
fully, in detail

ShortDef

fully, in detail

Debugging

Headword:
περιωδευμένως
Headword (normalized):
περιωδευμένως
Headword (normalized/stripped):
περιωδευμενως
IDX:
69582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69583
Key:

Data

{'content': 'fully, in detail'}