Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιχώριστος
περίχωρος
περίχωσις
περιψαύω
περιψάω
περίψημα
περίψησις
περίψηφος
περιψιθυρίζω
περιψιλόομαι
περιψοφέω
περιψόφησις
περιψυγμός
περίψυκτος
περίψυξις
περίψυχρος
περιψύχω
περιωδευμένως
περιῳδέω
περιῳδικά
περιωδυνάω
View word page
περιψοφέω
sound loudly around

ShortDef

sound loudly around

Debugging

Headword:
περιψοφέω
Headword (normalized):
περιψοφέω
Headword (normalized/stripped):
περιψοφεω
IDX:
69575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69576
Key:

Data

{'content': 'sound loudly around'}