Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιχώρησις
περιχώριστος
περίχωρος
περίχωσις
περιψαύω
περιψάω
περίψημα
περίψησις
περίψηφος
περιψιθυρίζω
περιψιλόομαι
περιψοφέω
περιψόφησις
περιψυγμός
περίψυκτος
περίψυξις
περίψυχρος
περιψύχω
περιωδευμένως
περιῳδέω
περιῳδικά
View word page
περιψιλόομαι
to be made bald

ShortDef

to be made bald

Debugging

Headword:
περιψιλόομαι
Headword (normalized):
περιψιλόομαι
Headword (normalized/stripped):
περιψιλοομαι
IDX:
69574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69575
Key:

Data

{'content': 'to be made bald'}