Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιχωρέω
περιχώρησις
περιχώριστος
περίχωρος
περίχωσις
περιψαύω
περιψάω
περίψημα
περίψησις
περίψηφος
περιψιθυρίζω
περιψιλόομαι
περιψοφέω
περιψόφησις
περιψυγμός
περίψυκτος
περίψυξις
περίψυχρος
περιψύχω
περιωδευμένως
περιῳδέω
View word page
περιψιθυρίζω
whisper around

ShortDef

whisper around

Debugging

Headword:
περιψιθυρίζω
Headword (normalized):
περιψιθυρίζω
Headword (normalized/stripped):
περιψιθυριζω
IDX:
69573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69574
Key:

Data

{'content': 'whisper around'}