Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιχυτήριον
περιχύτης
περιχύτρισμα
περίχωμα
περιχωματίζω
περιχωνεύομαι
περιχώννυμι
περιχώομαι
περιχωρέω
περιχώρησις
περιχώριστος
περίχωρος
περίχωσις
περιψαύω
περιψάω
περίψημα
περίψησις
περίψηφος
περιψιθυρίζω
περιψιλόομαι
περιψοφέω
View word page
περιχώριστος
separate, isolated

ShortDef

separate, isolated

Debugging

Headword:
περιχώριστος
Headword (normalized):
περιχώριστος
Headword (normalized/stripped):
περιχωριστος
IDX:
69565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69566
Key:

Data

{'content': 'separate, isolated'}