Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περίχυμα
περίχυσις
περιχυτέον
περιχυτήριον
περιχύτης
περιχύτρισμα
περίχωμα
περιχωματίζω
περιχωνεύομαι
περιχώννυμι
περιχώομαι
περιχωρέω
περιχώρησις
περιχώριστος
περίχωρος
περίχωσις
περιψαύω
περιψάω
περίψημα
περίψησις
περίψηφος
View word page
περιχώομαι
to be exceeding angry about
ShortDef
to be exceeding angry about
Debugging
Headword:
περιχώομαι
Headword (normalized):
περιχώομαι
Headword (normalized/stripped):
περιχωομαι
IDX:
69562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69563
Key:
Data
{'content': 'to be exceeding angry about'}