Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίχρυσος
περιχρυσόω
περίχυδα
περίχυμα
περίχυσις
περιχυτέον
περιχυτήριον
περιχύτης
περιχύτρισμα
περίχωμα
περιχωματίζω
περιχωνεύομαι
περιχώννυμι
περιχώομαι
περιχωρέω
περιχώρησις
περιχώριστος
περίχωρος
περίχωσις
περιψαύω
περιψάω
View word page
περιχωματίζω
surround with a dyke

ShortDef

surround with a dyke

Debugging

Headword:
περιχωματίζω
Headword (normalized):
περιχωματίζω
Headword (normalized/stripped):
περιχωματιζω
IDX:
69559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69560
Key:

Data

{'content': 'surround with a dyke'}