Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίχροος
περίχρυσος
περιχρυσόω
περίχυδα
περίχυμα
περίχυσις
περιχυτέον
περιχυτήριον
περιχύτης
περιχύτρισμα
περίχωμα
περιχωματίζω
περιχωνεύομαι
περιχώννυμι
περιχώομαι
περιχωρέω
περιχώρησις
περιχώριστος
περίχωρος
περίχωσις
περιψαύω
View word page
περίχωμα
embankment, dyke enclosing an area

ShortDef

embankment, dyke enclosing an area

Debugging

Headword:
περίχωμα
Headword (normalized):
περίχωμα
Headword (normalized/stripped):
περιχωμα
IDX:
69558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69559
Key:

Data

{'content': 'embankment, dyke enclosing an area'}