Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περίχρισις
περίχρισμα
περιχριστέον
περίχριστος
περιχρίω
περίχροος
περίχρυσος
περιχρυσόω
περίχυδα
περίχυμα
περίχυσις
περιχυτέον
περιχυτήριον
περιχύτης
περιχύτρισμα
περίχωμα
περιχωματίζω
περιχωνεύομαι
περιχώννυμι
περιχώομαι
περιχωρέω
View word page
περίχυσις
pouring over
ShortDef
pouring over
Debugging
Headword:
περίχυσις
Headword (normalized):
περίχυσις
Headword (normalized/stripped):
περιχυσις
IDX:
69553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69554
Key:
Data
{'content': 'pouring over'}