Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιχονδριάω
περιχορεύω
περίχρισις
περίχρισμα
περιχριστέον
περίχριστος
περιχρίω
περίχροος
περίχρυσος
περιχρυσόω
περίχυδα
περίχυμα
περίχυσις
περιχυτέον
περιχυτήριον
περιχύτης
περιχύτρισμα
περίχωμα
περιχωματίζω
περιχωνεύομαι
περιχώννυμι
View word page
περίχυδα
by sprinkling
ShortDef
by sprinkling
Debugging
Headword:
περίχυδα
Headword (normalized):
περίχυδα
Headword (normalized/stripped):
περιχυδα
IDX:
69551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69552
Key:
Data
{'content': 'by sprinkling'}