Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιχλαινίζομαι
περίχολος
περιχονδριάω
περιχορεύω
περίχρισις
περίχρισμα
περιχριστέον
περίχριστος
περιχρίω
περίχροος
περίχρυσος
περιχρυσόω
περίχυδα
περίχυμα
περίχυσις
περιχυτέον
περιχυτήριον
περιχύτης
περιχύτρισμα
περίχωμα
περιχωματίζω
View word page
περίχρυσος
set in gold
ShortDef
set in gold
Debugging
Headword:
περίχρυσος
Headword (normalized):
περίχρυσος
Headword (normalized/stripped):
περιχρυσος
IDX:
69549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69550
Key:
Data
{'content': 'set in gold'}