Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιχιλόω
περιχλαινίζομαι
περίχολος
περιχονδριάω
περιχορεύω
περίχρισις
περίχρισμα
περιχριστέον
περίχριστος
περιχρίω
περίχροος
περίχρυσος
περιχρυσόω
περίχυδα
περίχυμα
περίχυσις
περιχυτέον
περιχυτήριον
περιχύτης
περιχύτρισμα
περίχωμα
View word page
περίχροος
highly-coloured
ShortDef
highly-coloured
Debugging
Headword:
περίχροος
Headword (normalized):
περίχροος
Headword (normalized/stripped):
περιχροος
IDX:
69548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69549
Key:
Data
{'content': 'highly-coloured'}