Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περίχθων
περιχιλόω
περιχλαινίζομαι
περίχολος
περιχονδριάω
περιχορεύω
περίχρισις
περίχρισμα
περιχριστέον
περίχριστος
περιχρίω
περίχροος
περίχρυσος
περιχρυσόω
περίχυδα
περίχυμα
περίχυσις
περιχυτέον
περιχυτήριον
περιχύτης
περιχύτρισμα
View word page
περιχρίω
to smear
ShortDef
to smear
Debugging
Headword:
περιχρίω
Headword (normalized):
περιχρίω
Headword (normalized/stripped):
περιχριω
IDX:
69547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69548
Key:
Data
{'content': 'to smear'}