Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίχειρον
περιχερίδες
περιχέω
περίχθων
περιχιλόω
περιχλαινίζομαι
περίχολος
περιχονδριάω
περιχορεύω
περίχρισις
περίχρισμα
περιχριστέον
περίχριστος
περιχρίω
περίχροος
περίχρυσος
περιχρυσόω
περίχυδα
περίχυμα
περίχυσις
περιχυτέον
View word page
περίχρισμα
ointment, salve

ShortDef

ointment, salve

Debugging

Headword:
περίχρισμα
Headword (normalized):
περίχρισμα
Headword (normalized/stripped):
περιχρισμα
IDX:
69544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69545
Key:

Data

{'content': 'ointment, salve'}