Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιχαρής
περιχάσκω
περιχειλόω
περίχειρον
περιχερίδες
περιχέω
περίχθων
περιχιλόω
περιχλαινίζομαι
περίχολος
περιχονδριάω
περιχορεύω
περίχρισις
περίχρισμα
περιχριστέον
περίχριστος
περιχρίω
περίχροος
περίχρυσος
περιχρυσόω
περίχυδα
View word page
περιχονδριάω
to be swollen
ShortDef
to be swollen
Debugging
Headword:
περιχονδριάω
Headword (normalized):
περιχονδριάω
Headword (normalized/stripped):
περιχονδριαω
IDX:
69541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69542
Key:
Data
{'content': 'to be swollen'}