Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιχαράσσω
περιχάρεια
περιχαρής
περιχάσκω
περιχειλόω
περίχειρον
περιχερίδες
περιχέω
περίχθων
περιχιλόω
περιχλαινίζομαι
περίχολος
περιχονδριάω
περιχορεύω
περίχρισις
περίχρισμα
περιχριστέον
περίχριστος
περιχρίω
περίχροος
περίχρυσος
View word page
περιχλαινίζομαι
wrap oneself in a cloak

ShortDef

wrap oneself in a cloak

Debugging

Headword:
περιχλαινίζομαι
Headword (normalized):
περιχλαινίζομαι
Headword (normalized/stripped):
περιχλαινιζομαι
IDX:
69539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69540
Key:

Data

{'content': 'wrap oneself in a cloak'}