Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνδρονομέομαι
ἀνδρόπαις
ἀνδροπλήθεια
ἀνδροποιός
ἀνδρόπορνος
ἀνδρόπρῳρος
Ἄνδρος
ἀνδρόσαιμον
ἀνδρόσακες
ἀνδρόσινις
ἀνδρόστροφος
ἀνδροσφαγεῖον
ἀνδρόσφιγξ
ἄνδροσφιγξ
ἀνδροσώτειρα
ἀνδροτής
ἀνδρότης
Ἀνδροτίων
ἀνδροτομέω
ἀνδροτυχής
ἀνδροφαγέω
View word page
ἀνδρόστροφος
after the manner of men

ShortDef

after the manner of men

Debugging

Headword:
ἀνδρόστροφος
Headword (normalized):
ἀνδρόστροφος
Headword (normalized/stripped):
ανδροστροφος
IDX:
6953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6954
Key:

Data

{'content': 'after the manner of men'}