Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιχάραξις
περιχαράσσω
περιχάρεια
περιχαρής
περιχάσκω
περιχειλόω
περίχειρον
περιχερίδες
περιχέω
περίχθων
περιχιλόω
περιχλαινίζομαι
περίχολος
περιχονδριάω
περιχορεύω
περίχρισις
περίχρισμα
περιχριστέον
περίχριστος
περιχρίω
περίχροος
View word page
περιχιλόω
eat one's fill

ShortDef

eat one's fill

Debugging

Headword:
περιχιλόω
Headword (normalized):
περιχιλόω
Headword (normalized/stripped):
περιχιλοω
IDX:
69538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69539
Key:

Data

{'content': "eat one's fill"}