Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιχαρακόω
περιχαρακτέον
περιχαρακτήρ
περιχαρακτικός
περιχαράκωμα
περιχάραξις
περιχαράσσω
περιχάρεια
περιχαρής
περιχάσκω
περιχειλόω
περίχειρον
περιχερίδες
περιχέω
περίχθων
περιχιλόω
περιχλαινίζομαι
περίχολος
περιχονδριάω
περιχορεύω
περίχρισις
View word page
περιχειλόω
to edge round

ShortDef

to edge round

Debugging

Headword:
περιχειλόω
Headword (normalized):
περιχειλόω
Headword (normalized/stripped):
περιχειλοω
IDX:
69533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69534
Key:

Data

{'content': 'to edge round'}