Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιχαλινόω
περίχαλκος
περιχαλκόω
περιχανδής
περιχαρακόω
περιχαρακτέον
περιχαρακτήρ
περιχαρακτικός
περιχαράκωμα
περιχάραξις
περιχαράσσω
περιχάρεια
περιχαρής
περιχάσκω
περιχειλόω
περίχειρον
περιχερίδες
περιχέω
περίχθων
περιχιλόω
περιχλαινίζομαι
View word page
περιχαράσσω
entrench all round

ShortDef

entrench all round

Debugging

Headword:
περιχαράσσω
Headword (normalized):
περιχαράσσω
Headword (normalized/stripped):
περιχαρασσω
IDX:
69529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69530
Key:

Data

{'content': 'entrench all round'}