Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίφωρος
περιφωτίζω
περιφωτισμός
περιχαίρω
περιχαλάω
περιχαλινόω
περίχαλκος
περιχαλκόω
περιχανδής
περιχαρακόω
περιχαρακτέον
περιχαρακτήρ
περιχαρακτικός
περιχαράκωμα
περιχάραξις
περιχαράσσω
περιχάρεια
περιχαρής
περιχάσκω
περιχειλόω
περίχειρον
View word page
περιχαρακτέον
one must incise around

ShortDef

one must incise around

Debugging

Headword:
περιχαρακτέον
Headword (normalized):
περιχαρακτέον
Headword (normalized/stripped):
περιχαρακτεον
IDX:
69524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69525
Key:

Data

{'content': 'one must incise around'}