Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιφώνησις
περίφωρος
περιφωτίζω
περιφωτισμός
περιχαίρω
περιχαλάω
περιχαλινόω
περίχαλκος
περιχαλκόω
περιχανδής
περιχαρακόω
περιχαρακτέον
περιχαρακτήρ
περιχαρακτικός
περιχαράκωμα
περιχάραξις
περιχαράσσω
περιχάρεια
περιχαρής
περιχάσκω
περιχειλόω
View word page
περιχαρακόω
to surround with a stockade
ShortDef
to surround with a stockade
Debugging
Headword:
περιχαρακόω
Headword (normalized):
περιχαρακόω
Headword (normalized/stripped):
περιχαρακοω
IDX:
69523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69524
Key:
Data
{'content': 'to surround with a stockade'}