Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίφυτος
περιφύω
περιφωνέω
περιφώνησις
περίφωρος
περιφωτίζω
περιφωτισμός
περιχαίρω
περιχαλάω
περιχαλινόω
περίχαλκος
περιχαλκόω
περιχανδής
περιχαρακόω
περιχαρακτέον
περιχαρακτήρ
περιχαρακτικός
περιχαράκωμα
περιχάραξις
περιχαράσσω
περιχάρεια
View word page
περίχαλκος
covered with brass

ShortDef

covered with brass

Debugging

Headword:
περίχαλκος
Headword (normalized):
περίχαλκος
Headword (normalized/stripped):
περιχαλκος
IDX:
69520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69521
Key:

Data

{'content': 'covered with brass'}