Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιφυτεύω
περίφυτος
περιφύω
περιφωνέω
περιφώνησις
περίφωρος
περιφωτίζω
περιφωτισμός
περιχαίρω
περιχαλάω
περιχαλινόω
περίχαλκος
περιχαλκόω
περιχανδής
περιχαρακόω
περιχαρακτέον
περιχαρακτήρ
περιχαρακτικός
περιχαράκωμα
περιχάραξις
περιχαράσσω
View word page
περιχαλινόω
put a bridle on

ShortDef

put a bridle on

Debugging

Headword:
περιχαλινόω
Headword (normalized):
περιχαλινόω
Headword (normalized/stripped):
περιχαλινοω
IDX:
69519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69520
Key:

Data

{'content': 'put a bridle on'}