Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιφύσητος
περίφυσις
περιφυτεύω
περίφυτος
περιφύω
περιφωνέω
περιφώνησις
περίφωρος
περιφωτίζω
περιφωτισμός
περιχαίρω
περιχαλάω
περιχαλινόω
περίχαλκος
περιχαλκόω
περιχανδής
περιχαρακόω
περιχαρακτέον
περιχαρακτήρ
περιχαρακτικός
περιχαράκωμα
View word page
περιχαίρω
rejoice exceedingly

ShortDef

rejoice exceedingly

Debugging

Headword:
περιχαίρω
Headword (normalized):
περιχαίρω
Headword (normalized/stripped):
περιχαιρω
IDX:
69517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69518
Key:

Data

{'content': 'rejoice exceedingly'}