Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιφρύγω
περίφρων
περιφυγή
περιφυής
περιφυλάσσω
περιφύρω
περιφύσητος
περίφυσις
περιφυτεύω
περίφυτος
περιφύω
περιφωνέω
περιφώνησις
περίφωρος
περιφωτίζω
περιφωτισμός
περιχαίρω
περιχαλάω
περιχαλινόω
περίχαλκος
περιχαλκόω
View word page
περιφύω
make to grow round

ShortDef

make to grow round

Debugging

Headword:
περιφύω
Headword (normalized):
περιφύω
Headword (normalized/stripped):
περιφυω
IDX:
69511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69512
Key:

Data

{'content': 'make to grow round'}