Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιφρυγής
περιφρύγω
περίφρων
περιφυγή
περιφυής
περιφυλάσσω
περιφύρω
περιφύσητος
περίφυσις
περιφυτεύω
περίφυτος
περιφύω
περιφωνέω
περιφώνησις
περίφωρος
περιφωτίζω
περιφωτισμός
περιχαίρω
περιχαλάω
περιχαλινόω
περίχαλκος
View word page
περίφυτος
planted all over
ShortDef
planted all over
Debugging
Headword:
περίφυτος
Headword (normalized):
περίφυτος
Headword (normalized/stripped):
περιφυτος
IDX:
69510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69511
Key:
Data
{'content': 'planted all over'}