Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιφρουρέω
περιφρυγής
περιφρύγω
περίφρων
περιφυγή
περιφυής
περιφυλάσσω
περιφύρω
περιφύσητος
περίφυσις
περιφυτεύω
περίφυτος
περιφύω
περιφωνέω
περιφώνησις
περίφωρος
περιφωτίζω
περιφωτισμός
περιχαίρω
περιχαλάω
περιχαλινόω
View word page
περιφυτεύω
to plant round about

ShortDef

to plant round about

Debugging

Headword:
περιφυτεύω
Headword (normalized):
περιφυτεύω
Headword (normalized/stripped):
περιφυτευω
IDX:
69509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69510
Key:

Data

{'content': 'to plant round about'}