Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιφροσύνη
περιφρουρέω
περιφρυγής
περιφρύγω
περίφρων
περιφυγή
περιφυής
περιφυλάσσω
περιφύρω
περιφύσητος
περίφυσις
περιφυτεύω
περίφυτος
περιφύω
περιφωνέω
περιφώνησις
περίφωρος
περιφωτίζω
περιφωτισμός
περιχαίρω
περιχαλάω
View word page
περίφυσις
growing round

ShortDef

growing round

Debugging

Headword:
περίφυσις
Headword (normalized):
περίφυσις
Headword (normalized/stripped):
περιφυσις
IDX:
69508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69509
Key:

Data

{'content': 'growing round'}