Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιφρονέω
περιφρόνησις
περιφρονητικός
περιφροσύνη
περιφρουρέω
περιφρυγής
περιφρύγω
περίφρων
περιφυγή
περιφυής
περιφυλάσσω
περιφύρω
περιφύσητος
περίφυσις
περιφυτεύω
περίφυτος
περιφύω
περιφωνέω
περιφώνησις
περίφωρος
περιφωτίζω
View word page
περιφυλάσσω
guard all round

ShortDef

guard all round

Debugging

Headword:
περιφυλάσσω
Headword (normalized):
περιφυλάσσω
Headword (normalized/stripped):
περιφυλασσω
IDX:
69505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69506
Key:

Data

{'content': 'guard all round'}