Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιφρίσσω
περιφρονέω
περιφρόνησις
περιφρονητικός
περιφροσύνη
περιφρουρέω
περιφρυγής
περιφρύγω
περίφρων
περιφυγή
περιφυής
περιφυλάσσω
περιφύρω
περιφύσητος
περίφυσις
περιφυτεύω
περίφυτος
περιφύω
περιφωνέω
περιφώνησις
περίφωρος
View word page
περιφυής
growing round about

ShortDef

growing round about

Debugging

Headword:
περιφυής
Headword (normalized):
περιφυής
Headword (normalized/stripped):
περιφυης
IDX:
69504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69505
Key:

Data

{'content': 'growing round about'}