Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περίφρασις
περιφράσσω
περιφραστικός
περιφρίσσω
περιφρονέω
περιφρόνησις
περιφρονητικός
περιφροσύνη
περιφρουρέω
περιφρυγής
περιφρύγω
περίφρων
περιφυγή
περιφυής
περιφυλάσσω
περιφύρω
περιφύσητος
περίφυσις
περιφυτεύω
περίφυτος
περιφύω
View word page
περιφρύγω
scorch, parch
ShortDef
scorch, parch
Debugging
Headword:
περιφρύγω
Headword (normalized):
περιφρύγω
Headword (normalized/stripped):
περιφρυγω
IDX:
69501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69502
Key:
Data
{'content': 'scorch, parch'}