Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίφρακτος
περίφραξις
περίφρασις
περιφράσσω
περιφραστικός
περιφρίσσω
περιφρονέω
περιφρόνησις
περιφρονητικός
περιφροσύνη
περιφρουρέω
περιφρυγής
περιφρύγω
περίφρων
περιφυγή
περιφυής
περιφυλάσσω
περιφύρω
περιφύσητος
περίφυσις
περιφυτεύω
View word page
περιφρουρέω
to guard all round, blockade closely

ShortDef

to guard all round, blockade closely

Debugging

Headword:
περιφρουρέω
Headword (normalized):
περιφρουρέω
Headword (normalized/stripped):
περιφρουρεω
IDX:
69499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69500
Key:

Data

{'content': 'to guard all round, blockade closely'}