Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιφράζομαι
περίφρακτος
περίφραξις
περίφρασις
περιφράσσω
περιφραστικός
περιφρίσσω
περιφρονέω
περιφρόνησις
περιφρονητικός
περιφροσύνη
περιφρουρέω
περιφρυγής
περιφρύγω
περίφρων
περιφυγή
περιφυής
περιφυλάσσω
περιφύρω
περιφύσητος
περίφυσις
View word page
περιφροσύνη
cunning

ShortDef

cunning

Debugging

Headword:
περιφροσύνη
Headword (normalized):
περιφροσύνη
Headword (normalized/stripped):
περιφροσυνη
IDX:
69498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69499
Key:

Data

{'content': 'cunning'}