Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περίφραγμα
περιφραδέως
περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρακτος
περίφραξις
περίφρασις
περιφράσσω
περιφραστικός
περιφρίσσω
περιφρονέω
περιφρόνησις
περιφρονητικός
περιφροσύνη
περιφρουρέω
περιφρυγής
περιφρύγω
περίφρων
περιφυγή
περιφυής
περιφυλάσσω
View word page
περιφρονέω
to compass in thought, speculate about
ShortDef
to compass in thought, speculate about
Debugging
Headword:
περιφρονέω
Headword (normalized):
περιφρονέω
Headword (normalized/stripped):
περιφρονεω
IDX:
69495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69496
Key:
Data
{'content': 'to compass in thought, speculate about'}