Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιφόρινος
περίφορος
περίφραγμα
περιφραδέως
περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρακτος
περίφραξις
περίφρασις
περιφράσσω
περιφραστικός
περιφρίσσω
περιφρονέω
περιφρόνησις
περιφρονητικός
περιφροσύνη
περιφρουρέω
περιφρυγής
περιφρύγω
περίφρων
περιφυγή
View word page
περιφραστικός
periphrastic

ShortDef

periphrastic

Debugging

Headword:
περιφραστικός
Headword (normalized):
περιφραστικός
Headword (normalized/stripped):
περιφραστικος
IDX:
69493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69494
Key:

Data

{'content': 'periphrastic'}