Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιφορητός
περιφόρινος
περίφορος
περίφραγμα
περιφραδέως
περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρακτος
περίφραξις
περίφρασις
περιφράσσω
περιφραστικός
περιφρίσσω
περιφρονέω
περιφρόνησις
περιφρονητικός
περιφροσύνη
περιφρουρέω
περιφρυγής
περιφρύγω
περίφρων
View word page
περιφράσσω
to fence all round

ShortDef

to fence all round

Debugging

Headword:
περιφράσσω
Headword (normalized):
περιφράσσω
Headword (normalized/stripped):
περιφρασσω
IDX:
69492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69493
Key:

Data

{'content': 'to fence all round'}