Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιφόρημα
περιφορητικός
περιφορητός
περιφόρινος
περίφορος
περίφραγμα
περιφραδέως
περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρακτος
περίφραξις
περίφρασις
περιφράσσω
περιφραστικός
περιφρίσσω
περιφρονέω
περιφρόνησις
περιφρονητικός
περιφροσύνη
περιφρουρέω
περιφρυγής
View word page
περίφραξις
fencing round

ShortDef

fencing round

Debugging

Headword:
περίφραξις
Headword (normalized):
περίφραξις
Headword (normalized/stripped):
περιφραξις
IDX:
69490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69491
Key:

Data

{'content': 'fencing round'}