Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιφορέω
περιφόρημα
περιφορητικός
περιφορητός
περιφόρινος
περίφορος
περίφραγμα
περιφραδέως
περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρακτος
περίφραξις
περίφρασις
περιφράσσω
περιφραστικός
περιφρίσσω
περιφρονέω
περιφρόνησις
περιφρονητικός
περιφροσύνη
περιφρουρέω
View word page
περίφρακτος
fenced round

ShortDef

fenced round

Debugging

Headword:
περίφρακτος
Headword (normalized):
περίφρακτος
Headword (normalized/stripped):
περιφρακτος
IDX:
69489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69490
Key:

Data

{'content': 'fenced round'}