Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιφοράριος
περιφορέω
περιφόρημα
περιφορητικός
περιφορητός
περιφόρινος
περίφορος
περίφραγμα
περιφραδέως
περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρακτος
περίφραξις
περίφρασις
περιφράσσω
περιφραστικός
περιφρίσσω
περιφρονέω
περιφρόνησις
περιφρονητικός
περιφροσύνη
View word page
περιφράζομαι
to think
ShortDef
to think
Debugging
Headword:
περιφράζομαι
Headword (normalized):
περιφράζομαι
Headword (normalized/stripped):
περιφραζομαι
IDX:
69488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-69489
Key:
Data
{'content': 'to think'}